αποσκληρυνω

αποσκληρυνω
    ἀποσκληρύνω
    ἀπο-σκληρύνω
    делать твердым, pass. отвердевать Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αποσκληρυνω" в других словарях:

  • αποσκληρύνω — και αποσκληραίνω υνα, ύνθηκα, υμμένος, κάνω κάτι σκληρό, ή κάποιον σκληρόκαρδο, άσπλαχνο: Η φτώχεια κι οι ταλαιπωρίες που γνώρισε τον είχαν αποσκληρύνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποσκληρύνω — (ΑΜ ἀποσκληρύνω, Α κ. σκληρῶ, όω) καθιστώ κάτι σκληρό ή σκληρότερο από ό,τι ήταν …   Dictionary of Greek

  • ἀποσκληρυνθεῖσα — ἀποσκληρύνω harden aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκληρυνθῇ — ἀποσκληρύνω harden aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκληρυνθέν — ἀποσκληρύνω harden aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκληρυνθέντος — ἀποσκληρύνω harden aor part pass masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκληρυνθήσῃ — ἀποσκληρύνω harden fut ind pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκληρύνει — ἀποσκληρύ̱νει , ἀποσκληρύνω harden aor subj act 3rd sg (epic) ἀποσκληρύ̱νει , ἀποσκληρύνω harden pres ind mp 2nd sg ἀποσκληρύ̱νει , ἀποσκληρύνω harden pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκληρύνουσιν — ἀποσκληρύ̱νουσιν , ἀποσκληρύνω harden aor subj act 3rd pl (epic) ἀποσκληρύ̱νουσιν , ἀποσκληρύνω harden pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποσκληρύ̱νουσιν , ἀποσκληρύνω harden pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκληρύνεται — ἀποσκληρύ̱νεται , ἀποσκληρύνω harden aor subj mid 3rd sg (epic) ἀποσκληρύ̱νεται , ἀποσκληρύνω harden pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκληρύνηται — ἀποσκληρύ̱νηται , ἀποσκληρύνω harden aor subj mid 3rd sg ἀποσκληρύ̱νηται , ἀποσκληρύνω harden pres subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»